Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφνίδια — ἀφνίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαφνίδια — επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα, απότομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀφνίδια, μσν. τ. αντί αἰφνίδια] … Dictionary of Greek